- εγκληματολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία (βλ. λ.): Εγκληματολογικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγκληματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία («διεθνής εγκληματολογική ένωση») … Dictionary of Greek